- μπαγιάτικος
- -η, -ο, θηλ. και -ια1. (για τρόφιμα) αυτός που δεν είναι φρέσκος («μπαγιάτικα ψάρια»)2. (κατ' επέκτ.) παλιός («μπαγιάτικα νέα μού λες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαγιάτικος, -η — και ια, ο (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν είναι φρέσκος: Μπαγιάτικο ψωμί. 2. μτφ., γερασμένος, παλαιωμένος, συντηρητικός: Μπαγιάτικες ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
κλούβιος — α, ο 1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος 2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι») 3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» λέγεται ως αντιβασκανική ευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»] … Dictionary of Greek
μπαγιατεύω — και μπαγιατιάζω 1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε») 2. (κατ επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ η αγάπη μας και να βρω θέλω μι άλλη», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
πολυκαιρίτικος — η, ο, Ν αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό, μπαγιάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύκαιρος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. μεγαρ ίτικος)] … Dictionary of Greek
κλούβιος, -ια, -ιο — 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει μπαγιάτικος, χαλασμένος: Μαζί με τα καλά πουλάει και κλούβια αβγά. 2. φρ., «κλούβιο μυαλό», ηλίθιος, βλάκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγιατεύω — μπαγιάτεψα 1. (για τροφές), γίνομαι μπαγιάτικος, δεν είμαι φρέσκος: Μπαγιάτεψε το φαγητό και δεν τρώγεται. 2. μτφ., χάνω τη φρεσκάδα μου, γερνώ: Μπαγιάτεψε και έχασε την ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)